παίδαρος

παίδαρος
ο крепыш, здоровяк, детина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παίδαρος" в других словарях:

  • παίδαρος — ο [παιδί] 1. μεγαλόσωμο και εύρωστο μωρό 2. παιδί που παρουσιάζει πρόωρη ανάπτυξη 3. μτφ. όμορφος και γεροδεμένος άνδρας, λεβέντης 4. (κατ επέκτ.) όμορφη γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • παίδαρος — ο 1. το μεγαλόσωμο και εύρωστο γενικά βρέφος: Γέννησε έναν παίδαρο πέντε κιλά. 2. ο όμορφος και λεβέντης νέος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Rena Vlahopoulou — Infobox actor name = Rena Vlahopoulou Ρένα Βλαχοπούλου caption = birthname = Ειρήνη Βλαχοπούλου birthdate = 1923 birthplace = deathdate = 29 July 2004 deathplace = Athens, Greece restingplace = restingplacecoordinates = othername = occupation =… …   Wikipedia

  • μεγεθυντικός — ή, ό 1. αυτός που αυξάνει, που μεγαλώνει το μέγεθος ενός αντικειμένου, αυξητικός («η μεγεθυντική δύναμη τού φακού») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεγαθυντικά γραμμ. ουσιαστικά ονόματα, παράγωγα από άλλα ουσιαστικά, τα οποία δηλώνουν μεγέθυνση τής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»